2/20/2011

Εναποθέσεις#links

carmen@gmail.com, theofanisk@hotmail.gr, efiedrak@gmail.com

Έμαθα 3



« Η αφθονία καθορίζεται από αυτά που απολαμβάνουμε κι όχι από αυτά που έχουμε».


Κάθε φορά που προσπαθώ να «εξοικονομίσω» χρήματα, τα χάνω…


Κάθε φορά που προσπαθώ να κάνω εκπτώσεις στις επιθυμίες μου και να τις αντικαταστήσω με άλλες λιγότερο θελκτικές, χάνω και όχι μόνο είμαι δυσαρεστημένη, αλλά αισθάνομαι ότι έχω προδώσει, κατά κάποιο τρόπο τον εαυτό μου. Τόσο λίγο λοιπόν αξίζω;


Κι αντίθετα κάθε φορά που αποφασίζω ενδώσω στις προτροπές της εσωτερικής μου φωνής, βρίσκομαι να αισθάνομαι απόλυτα ικανοποιημένη, όσο παράλογες κι εξωφρενικές κι αν είναι αυτές.


Εγκαταλείποντας τη « Βάρκα» της ασφάλειας ( οικονομικής, επαγγελματικής,αισθηματικής κλπ. ) τότε και μόνο τότε μπορούμε να βρούμε αυτό που πραγματικά επιθυμούμε. Αυτό που τελικά μας αξίζει. Και να ζήσουμε τα Όνειρα και το Πάθος μας.


Αλλά
Όχι στις εκπτώσεις.
Όχι στους συμβιβασμούς.


Ναι
Σ’ αυτό ακριβώς που θέλουμε!
Κι ούτε ένα χιλιοστό λιγότερο!!






Διαβάστε την «Βάρκα» και θα καταλάβετε τι εννοώ:










Η βάρκα ( αληθινή ιστορία )






Στο Σαν Ντιέγκο όπου ζω με την οικογένειά μου, συχνά κάνουμε κάμπινγκ σε ένα ινδιάνικο καταυλισμό. Το πιο δημοφιλές σπορ εκεί είναι να μπαίνεις μέσα στον άγριο ποταμό πάνω σε μια ατομική φουσκωτή βάρκα-σωσίβιο για να δεις πόσο μπορείς να επιβιώσεις. Μερικές φορές μπορεί να γίνεται λίγο τρομακτικό, αλλά γενικά είναι διασκεδαστικό και χαλαρωτικό.


Μια μέρα, ο Όστιν, ο ριψοκίνδυνος γιός μου, αποφάσισε να κατέβει με την βαρκούλα του έναν καταρράκτη ύψους 4 μέτρων.


Κρατώντας την αναπνοή μου τον παρακολουθούσα από μακριά, έτοιμος να μαζέψω τα κομμάτια του. Στην πρώτη του κατάβαση χτυπήθηκε λίγο αλλά αμέσως μόλις τελείωσε γύρισε πίσω και άρχισε να σκαρφαλώνει για να ξανακατέβει τον καταρράκτη.


Ρίχνοντάς μου μια βιαστική ματιά, καθώς τον παρακολουθούσα με το στόμα ανοιχτό, με ρώτησε αν θέλω να πάω κι εγώ μαζί του. Γύρο μου στεκόντουσαν κάμποσες νεαρές γυναίκες κι ο γιός μου ήξερε ότι η εικόνα μου ως αρσενικού ήταν αρκετά σημαντική για μένα ώστε να υποκύψω στην πρόκλησή του. Έτσι σκαρφάλωσα κι εγώ με την βαρκούλα μου στο μονοπάτι προσπαθώντας να δείξω ότι ήξερα τι έκανα.


Προχώρησα κάτω στον καταρράκτη και χτυπήθηκα πολύ περισσότερο απ’ ότι εκείνος. Αυτό είχε να κάνει με ένα νόμο της φυσικής που σχετίζεται με το βάρος των σωμάτων εν κινήσει, του οποίου δεν είχα πλήρη αντίληψη την δεδομένη στιγμή.


Λοιπόν, φανταστείτε την εικόνα: βρίσκομαι στη βάση του καταρράκτη προσπαθώντας να εντοπίσω το μαγιό μου, όταν κοιτάζω ψηλά και βλέπω τον Όστιν να πέφτει στον καταρράκτη χωρίς βάρκα!


Προτού προλάβω να το προειδοποιήσω με τη σοφία μου, εκείνος στέκεται άθικτος μπροστά μου φωνάζοντας: « Τέεελειοοοο! Δοκίμασέ το μπαμπά, είναι πολύ εύκολο!».


Θα πρέπει να με θεωρεί βλάκα. ( Εντάξει, έχει δίκιο). Λίγα λεπτά αργότερα, έχοντας δέσει τα κορδόνια του μαγιό μου, να’ μαι πάλι να κατεβαίνω τον καταρράκτη, χωρίς βάρκα αυτή τη φορά.


Προς μεγάλη μου έκπληξη, πραγματικά κατέβηκα τον καταρράκτη χωρίς καμιά προσπάθεια. Φαίνεται ότι τα βράχια πίσω από τον καταρράκτη ήταν σκεπασμένα με παχιά, γλιστερή άλγη που είχε σαν αποτέλεσμα να εξομαλύνει την πτώση. Αυτό δεν μπορούσε κανείς να το δει παρά μόνο αν έκανε την κατάβαση ακολουθώντας το κανάλι που είχε δη-μιουργήσει το νερό περνώντας από τους βράχους.


Το μάθημα που έμαθα ήταν το εξής: το να γαζωνόμαστε στην «βάρκα» των πεποιθήσεών μας συχνά μας εμποδίζει να βρούμε τη ροή και το μονοπάτι της ελάχιστης αντίστασης.


Πέρασα την υπόλοιπη μέρα με το γιό μου κατεβαίνοντας τον καταρράκτη, ενώ οι άλλοι μας κοίταζαν έντρομοι προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατηθούν από τις δικές τους βάρκες. Ταρακουνιόντουσαν και πετάγονταν εδώ κι εκεί, χτυπημένοι και μωλωπισμένοι καθώς προσπαθούσαν να «κατακτήσουν» τους καταρράκτες γαντζωμένοι στις βάρκες τους, οι οποίες όπως νόμιζαν, αποτελούσαν την ασφάλειά τους. Κουβαλούσαν μαζί τους τις ιδέες τους για τους κανόνες του Παιχνιδιού.


Ο γιός μου αποφάσισε να αλλάξει τις δικές του και να ακολουθήσει την φυσική ροή.


Ευχαριστώ για το μάθημα, Όστιν.






Steve Rother




2/19/2011

Εμαθα 2


Ότι το να αγαπάω τον εαυτό μου δεν έχει καμιά σχέση με τον εγωισμό και είναι ο θεμέλιος λίθος της ευτυχίας.


Ότι το να δίνεις προσφέρει πολύ μεγαλύτερη ικανοποίηση από το να παίρνεις.


Ότι όσο ταυτίζομαι με την ενέργεια των άλλων είμαι αδύναμη.


Ότι δεν υπάρχει τίποτα αφ’ εαυτού.
Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο που τα κοιτάς!
Εξ άλλου, όπως λέει ο Όσκαρ Ουάιλντ, όλοι κοιτάζουν κάτω αλλά κάποιοι επιλέγουν να κοιτάζουν τα άστρα.


Ότι ο καλύτερος σύμβουλός μας όταν καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις, βρίσκεται μέσα μας.


Έμαθα 1



Ότι η συγχώρεση και η ευγνωμοσύνη είναι οι μεγαλύτερες καθαρτήριες δυνάμεις.

Ότι το να ζω το Τώρα είναι η μεγαλύτερη δύναμή μου. Σημαντικότερο από το αναμάσημα του παρελθόντος και την αβεβαιότητα του μέλλοντος.

Ότι τα πάντα βρίσκονται μέσα μου.


Το έξω είναι απλή αντανάκλαση.


Έτσι, ό,τι θέλω να διορθώσω στη ζωή μου εξωτερικά, πρέπει να το κάνω μέσα μου. Δηλαδή εκεί που βρίσκεται η αιτία.


Ότι οι φόβοι δεν υπάρχουν. Είναι φαντάσματα.


Ότι δεν διορθώνεις κάτι καταδικάζοντάς το.











2/14/2011

Εναποθέσεις

Εναποθέσεις

Συζήτηση ανάμεσα σε ένα παππού κι έναν εγγονό.

                      Ο  λύκος

Παππούς: Νοιώθω δυο λύκους να αλυχτούν μέσα μου. Ο πρώτος λύκος είναι γεμάτος θυμό, πικρία και παν’ απ’ όλα εκδίκηση. Ο δεύτερος είναι γεμάτος αγάπη, καλοσύνη, συμπόνια και παν’ απ’ όλα συγχώρεση.

Εγγονός: Και ποιος νομίζεις ότι θα επικρατήσει;

Παππούς: Αυτός που θα ταΐσω περισσότερο.

Τα κολλήματα κι οι προσκολλήσεις

Ένας περιποιημένος ευγενής μεσήλικας επισκέφθηκε ένα ψυχίατρο. Ντυμένος κομψά με ένα μαύρο κοστούμι Αρμάνι, κάθισε με έναν «καθώς πρέπει» αλλά επιφυλακτικό τρόπο και άρχισε να περιγράφει το λόγο που τον έφερε στο γραφείο του ψυχιάτρου.

Ο ψυχίατρος τον υπέβαλε στις συνηθισμένες ερωτήσεις: το πρόβλημα που παρουσιάζει, την ηλικία του, το υπόβαθρο, την οικογενειακή κατάσταση…

«Αυτή η σκύλα!» ούρλιαξε ξαφνικά και η φωνή του έτρεμε από την οργή. « Ανάθεμα τη γυναίκα μου! Την πρώην γυναίκα μου τώρα πια. Είχε μια παράνομη σχέση τόσο καιρό, χωρίς να μου έχει πει τίποτα! Μετά από όσα έχω κάνει γι’ αυτήν! Αυτή η βρομο… η βρομο… Πουτάνα!».

Η φωνή του συνεχώς δυνάμωνε και αγρίευε, στάζοντας φαρμάκι για τα επόμενα είκοσι λεπτά καθώς ξεστόμιζε το ένα παράπονο μετά το άλλο εναντίον της πρώην γυναίκας του.

Ο χρόνος τελείωνε. Βλέποντάς τον να βράζει από θυμό και ξέροντας ότι θα μπορούσε να μείνει σ’ αυτή την κατάσταση για ώρες, ο ψυχίατρος προσπάθησε να κατευθύνει την προσοχή του αλλού.

«Πάντως, οι περισσότεροι άνθρωποι δυσκολεύονται να προσαρμοστούν σε ένα πρόσφατο διαζύγιο, και αυτό είναι βέβαια κάτι με το οποίο μπορούμε να ασχοληθούμε στις μελλοντικές μας συνεδρίες» είπε με πράο τόνο. «Αλήθεια πόσος καιρός έχει περάσει από τότε που χωρίσατε;»

«Κλείσαμε δεκαεπτά χρόνια τον περασμένο Μάιο».

Τα φαντάσματα

«Πήρα την απόφαση να ζήσω μόνη μου» είπε η Σαβίτρι.

«Είναι ποτέ κανείς πραγματικά μόνος;» ρώτησε ο Ραμάνα. Το δάσος είχε τυλιχτεί σε πορφυρές σκιές και η Σαβίτρι δεν μπορούσε να διαβάσει καθαρά την έκφρασή του.

«Νοιώθω μόνη» είπε.

«Συχνά τα συναισθήματά μας δεν είναι αξιόπιστα» παρατήρησε ο Ραμάνα.

Ξαφνικά ακουστήκανε θροΐσματα στους θάμνους πλάι στο μονοπάτι. Η Σαβίτρι αναπήδησε ξαφνιασμένη. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε νοιώθοντας το άγχος να επιστρέφει.

«Φαντάσματα». Ο Ραμάνα είχε σταματήσει απότομα. «Είναι ώρα να τα συναντήσεις. Καθώς έχουν ταξιδέψει πέρα απ’ αυτή τη ζωή, τα φαντάσματα και τα πνεύματα έχουν πολλά να διδάξουν».

Στάθηκε ακίνητος και της έκανε νόημα να κάνει ησυχία. Η Σαβίτρι πάγωσε στη θέση της κι ένοιωσε ανατριχίλα να διαπερνά το κορμί της. Μετά από λίγες στιγμές, κάποιος ξεπρόβαλε από το μισοσκόταδο του δάσους. Ένα μικρό κοριτσάκι, όχι παραπάνω από δύο ετών, που προχωρούσε με αβέβαια βήματα προς το μέρος τους, αλλά δίχως να τους κοιτάζει.

«Μη!» προειδοποίησε ο Ραμάνα, καταλαβαίνοντας πως η Σαβίτρι ήθελε να τρέξει και ν’ αγκαλιάσει το νήπιο.

Το παιδάκι κοίταξε γύρο του σαν τυφλό και μετά διέσχισε το μονοπάτι και χάθηκε ξανά μέσα στο δάσος.

«Την αναγνώρισες;» ρώτησε ο Ραμάνα.

«Όχι, πως θα μπορούσα; Έχει χαθεί;» Η Σαβίτρι αισθανόταν μπερδεμένη κι αναστατωμένη από αυτό που είχε δει.

Αντί να της απαντήσει άμεσα, ο Ραμάνα είπε: «Υπάρχουν κι άλλα. Εσύ τα προσελκύεις». Εκείνη τη στιγμή ένα δεύτερο φάντασμα εμφανίστηκε, αυτή τη φορά ενός κοριτσιού τεσσάρων ετών. Η Σαβίτρι έμεινε αποσβολωμένη. «Αυτή την ξέρεις;» τη ρώτησε.

«Είμαι εγώ!»

Στα λόγια αυτά, το φάντασμα γύρισε και την κοίταξε για μια στιγμή πριν απομακρυνθεί. «Και το μωρό ήμουν πάλι εγώ;»

Ο Ραμάνα έγνεψε καταφατικά. «Ο κάθε πρώην εαυτός που έχεις αφήσει πίσω σου είναι ένα φάντασμα. Το σώμα σου δεν είναι πια το σώμα ενός παιδιού. Οι σκέψεις σου, οι επιθυμίες, οι φόβοι και οι ελπίδες σου έχουν αλλάξει. Θα ήταν τρομερό να τριγυρνάς έχοντας κρεμασμένους πάνω σου όλους τους νεκρούς εαυτούς σου. Άφησέ τους να φύγουν».

Η Σαβίτρι δεν μπορούσε να πει τίποτα. Ένα-ένα, τα φαντάσματα του εαυτού της χάθηκαν. Είδε το δεκάχρονο κορίτσι που καθόταν πλάι στη μητέρα του στην κουζίνα, το δωδεκάχρονο που κοκκίνιζε μιλώντας με ένα αγόρι, τη θερμή νεαρή γυναίκα που ήταν τρελά ερωτευμένη με τον Σατιαβάν, την πρώτη της αγάπη.

Το τελευταίο φάντασμα ήταν αυτό που την ξάφνιασε περισσότερο, επειδή έμοιαζε με το καθρέφτισμά της. Είχαν ακριβώς την ίδια ηλικία και φορούσαν ακριβώς το ίδιο σάλι.

«Βλέπεις; Ακόμα κι ο εαυτός που είχες σήμερα είναι ένα φάντασμα» είπε ο Ραμάνα.

Όταν και η τελευταία οπτασία χάθηκε μέσα στο δάσος, η Σαβίτρι είπε: «Τι έχουν να με διδάξουν;»

«Πως ο θάνατος είναι μαζί σου κάθε στιγμή της ζωής σου» απάντησε ο Ραμάνα. «Έχεις επιβιώσει από χιλιάδες καθημερινούς θανάτους, καθώς οι παλιές σου σκέψεις, τα παλιά σου κύτταρα, τα παλιά σου συναισθήματα, ακόμα και η παλιά σου ταυτότητα έχουν χαθεί. Όλα τους ζουν πια στην άλλη ζωή. Τι υπάρχει λοιπόν για να φοβάσαι ή να αμφιβάλλεις;»

«Μα φαίνονται τόσο αληθινά», είπε η Σαβίτρι.

«Ναι, αληθινά σαν όνειρα» είπε ο Ραμάνα. «Μα εσύ βρίσκεσαι εδώ και στο τώρα, όχι στο παρελθόν».